Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
View word page
συντυφλόω
blind at the same time

ShortDef

blind at the same time

Debugging

Headword:
συντυφλόω
Headword (normalized):
συντυφλόω
Headword (normalized/stripped):
συντυφλοω
IDX:
85636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85637
Key:

Data

{'content': 'blind at the same time'}