Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
View word page
συντυρόω
to make into cheese together

ShortDef

to make into cheese together

Debugging

Headword:
συντυρόω
Headword (normalized):
συντυρόω
Headword (normalized/stripped):
συντυροω
IDX:
85635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85636
Key:

Data

{'content': 'to make into cheese together'}