Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
συνυβρίζω
συνυγιαίνω
View word page
συντυμβωρυχέω
help in grave-digging

ShortDef

help in grave-digging

Debugging

Headword:
συντυμβωρυχέω
Headword (normalized):
συντυμβωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
συντυμβωρυχεω
IDX:
85630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85631
Key:

Data

{'content': 'help in grave-digging'}