Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
συνυβρίζω
View word page
συντυλόω
to be covered with a callus
ShortDef
to be covered with a callus
Debugging
Headword:
συντυλόω
Headword (normalized):
συντυλόω
Headword (normalized/stripped):
συντυλοω
IDX:
85629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85630
Key:
Data
{'content': 'to be covered with a callus'}