Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
συντυχία
συντυχικός
View word page
συντυγχάνω
to meet with, fall in with
ShortDef
to meet with, fall in with
Debugging
Headword:
συντυγχάνω
Headword (normalized):
συντυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συντυγχανω
IDX:
85628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85629
Key:
Data
{'content': 'to meet with, fall in with'}