Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
συντυφλόω
View word page
συντρυφάω
share in luxury with

ShortDef

share in luxury with

Debugging

Headword:
συντρυφάω
Headword (normalized):
συντρυφάω
Headword (normalized/stripped):
συντρυφαω
IDX:
85626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85627
Key:

Data

{'content': 'share in luxury with'}