Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
συντύραννος
συντυρόω
View word page
συντρυγάω
gather
ShortDef
gather
Debugging
Headword:
συντρυγάω
Headword (normalized):
συντρυγάω
Headword (normalized/stripped):
συντρυγαω
IDX:
85625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85626
Key:
Data
{'content': 'gather'}