Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
συντυραννοκτονέω
View word page
συντροχάζω
to run together

ShortDef

to run together

Debugging

Headword:
συντροχάζω
Headword (normalized):
συντροχάζω
Headword (normalized/stripped):
συντροχαζω
IDX:
85623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85624
Key:

Data

{'content': 'to run together'}