Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
συντυμβωρυχέω
συντυπόω
συντυραννέω
View word page
σύντροφος
brought up together with

ShortDef

brought up together with

Debugging

Headword:
σύντροφος
Headword (normalized):
σύντροφος
Headword (normalized/stripped):
συντροφος
IDX:
85622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85623
Key:

Data

{'content': 'brought up together with'}