Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
συντυλόω
View word page
συντροφέω
to be reared together

ShortDef

to be reared together

Debugging

Headword:
συντροφέω
Headword (normalized):
συντροφέω
Headword (normalized/stripped):
συντροφεω
IDX:
85619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85620
Key:

Data

{'content': 'to be reared together'}