Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
συντρυγάω
συντρυφάω
συντρώγω
συντυγχάνω
View word page
σύντριψις
ruin, destruction

ShortDef

ruin, destruction

Debugging

Headword:
σύντριψις
Headword (normalized):
σύντριψις
Headword (normalized/stripped):
συντριψις
IDX:
85618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85619
Key:

Data

{'content': 'ruin, destruction'}