Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
σύντροχος
View word page
σύντριμμα
fracture

ShortDef

fracture

Debugging

Headword:
σύντριμμα
Headword (normalized):
σύντριμμα
Headword (normalized/stripped):
συντριμμα
IDX:
85614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85615
Key:

Data

{'content': 'fracture'}