Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
σύντροφος
View word page
συντριήραρχος
a partner in the equipment of a trireme

ShortDef

a partner in the equipment of a trireme

Debugging

Headword:
συντριήραρχος
Headword (normalized):
συντριήραρχος
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχος
IDX:
85612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85613
Key:

Data

{'content': 'a partner in the equipment of a trireme'}