Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
συντροφία
View word page
συντριηράρχημα
contribution made by a συντριήραρχος

ShortDef

contribution made by a συντριήραρχος

Debugging

Headword:
συντριηράρχημα
Headword (normalized):
συντριηράρχημα
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχημα
IDX:
85611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85612
Key:

Data

{'content': 'contribution made by a συντριήραρχος'}