Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
σύντριψις
συντροφέω
συντρόφη
View word page
συντριηραρχέω
to be a συντριήραρχος

ShortDef

to be a συντριήραρχος

Debugging

Headword:
συντριηραρχέω
Headword (normalized):
συντριηραρχέω
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχεω
IDX:
85610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85611
Key:

Data

{'content': 'to be a συντριήραρχος'}