Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
συντριμμός
σύντριχος
Σύντριψ
View word page
συντριβή
crushing
ShortDef
crushing
Debugging
Headword:
συντριβή
Headword (normalized):
συντριβή
Headword (normalized/stripped):
συντριβη
IDX:
85607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85608
Key:
Data
{'content': 'crushing'}