Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
συντρίκλινος
σύντριμμα
View word page
συντρέχω
to run together so as to meet, to encounter
ShortDef
to run together so as to meet, to encounter
Debugging
Headword:
συντρέχω
Headword (normalized):
συντρέχω
Headword (normalized/stripped):
συντρεχω
IDX:
85604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85605
Key:
Data
{'content': 'to run together so as to meet, to encounter'}