Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
συντριήραρχος
View word page
συντρέφω
to feed together

ShortDef

to feed together

Debugging

Headword:
συντρέφω
Headword (normalized):
συντρέφω
Headword (normalized/stripped):
συντρεφω
IDX:
85602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85603
Key:

Data

{'content': 'to feed together'}