Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
συντρίβω
συντριηραρχέω
συντριηράρχημα
View word page
συντρέπω
turn with

ShortDef

turn with

Debugging

Headword:
συντρέπω
Headword (normalized):
συντρέπω
Headword (normalized/stripped):
συντρεπω
IDX:
85601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85602
Key:

Data

{'content': 'turn with'}