Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
συντριβής
View word page
συντράπεζος
a messmate

ShortDef

a messmate

Debugging

Headword:
συντράπεζος
Headword (normalized):
συντράπεζος
Headword (normalized/stripped):
συντραπεζος
IDX:
85598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85599
Key:

Data

{'content': 'a messmate'}