Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
συντριβή
View word page
συντρανόομαι
to be made clear together
ShortDef
to be made clear together
Debugging
Headword:
συντρανόομαι
Headword (normalized):
συντρανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συντρανοομαι
IDX:
85597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85598
Key:
Data
{'content': 'to be made clear together'}