Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
συντρέχεια
συντρέχω
σύντρησις
συντριαινόω
View word page
συντραγῳδέω
to act tragedy together

ShortDef

to act tragedy together

Debugging

Headword:
συντραγῳδέω
Headword (normalized):
συντραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
συντραγωδεω
IDX:
85596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85597
Key:

Data

{'content': 'to act tragedy together'}