Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
συντρέπω
συντρέφω
View word page
συντορεύω
make round

ShortDef

make round

Debugging

Headword:
συντορεύω
Headword (normalized):
συντορεύω
Headword (normalized/stripped):
συντορευω
IDX:
85592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85593
Key:

Data

{'content': 'make round'}