Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
συντράχηλος
σύντρεις
View word page
συντοξεύω
shoot together

ShortDef

shoot together

Debugging

Headword:
συντοξεύω
Headword (normalized):
συντοξεύω
Headword (normalized/stripped):
συντοξευω
IDX:
85590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85591
Key:

Data

{'content': 'shoot together'}