Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
συντραγῳδέω
συντρανόομαι
συντράπεζος
View word page
σύντονος
strained tight
ShortDef
strained tight
Debugging
Headword:
σύντονος
Headword (normalized):
σύντονος
Headword (normalized/stripped):
συντονος
IDX:
85588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85589
Key:
Data
{'content': 'strained tight'}