Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
συντορεύω
συντορέω
συντορμόω
συντορυνάω
View word page
σύντομος
cut short, abridged, concise, brief

ShortDef

cut short, abridged, concise, brief

Debugging

Headword:
σύντομος
Headword (normalized):
σύντομος
Headword (normalized/stripped):
συντομος
IDX:
85585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85586
Key:

Data

{'content': 'cut short, abridged, concise, brief'}