Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
σύντοπος
View word page
συντομεύω
cut short

ShortDef

cut short

Debugging

Headword:
συντομεύω
Headword (normalized):
συντομεύω
Headword (normalized/stripped):
συντομευω
IDX:
85581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85582
Key:

Data

{'content': 'cut short'}