Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
συντοξεύω
View word page
συντολμάω
to venture together

ShortDef

to venture together

Debugging

Headword:
συντολμάω
Headword (normalized):
συντολμάω
Headword (normalized/stripped):
συντολμαω
IDX:
85580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85581
Key:

Data

{'content': 'to venture together'}