Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
συντονόω
View word page
συντλάω
go through something together
ShortDef
go through something together
Debugging
Headword:
συντλάω
Headword (normalized):
συντλάω
Headword (normalized/stripped):
συντλαω
IDX:
85579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85580
Key:
Data
{'content': 'go through something together'}