Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
σύντονος
View word page
συντιτρώσκω
to wound in many places

ShortDef

to wound in many places

Debugging

Headword:
συντιτρώσκω
Headword (normalized):
συντιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
συντιτρωσκω
IDX:
85578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85579
Key:

Data

{'content': 'to wound in many places'}