Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
συντονία
View word page
συντίνω
pay together

ShortDef

pay together

Debugging

Headword:
συντίνω
Headword (normalized):
συντίνω
Headword (normalized/stripped):
συντινω
IDX:
85577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85578
Key:

Data

{'content': 'pay together'}