Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
συντονάριος
View word page
συντινάσσω
to shake to the foundations
ShortDef
to shake to the foundations
Debugging
Headword:
συντινάσσω
Headword (normalized):
συντινάσσω
Headword (normalized/stripped):
συντινασσω
IDX:
85576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85577
Key:
Data
{'content': 'to shake to the foundations'}