Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
συντόμιον
σύντομος
View word page
συντιμωρέω
contribute to help

ShortDef

contribute to help

Debugging

Headword:
συντιμωρέω
Headword (normalized):
συντιμωρέω
Headword (normalized/stripped):
συντιμωρεω
IDX:
85575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85576
Key:

Data

{'content': 'contribute to help'}