Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
συντομία
View word page
συντιμάω
to honour together

ShortDef

to honour together

Debugging

Headword:
συντιμάω
Headword (normalized):
συντιμάω
Headword (normalized/stripped):
συντιμαω
IDX:
85573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85574
Key:

Data

{'content': 'to honour together'}