Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
συντομή
View word page
συντίλλω
pluck as well

ShortDef

pluck as well

Debugging

Headword:
συντίλλω
Headword (normalized):
συντίλλω
Headword (normalized/stripped):
συντιλλω
IDX:
85572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85573
Key:

Data

{'content': 'pluck as well'}