Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
συντολμάω
συντομεύω
View word page
συντίκτω
procreate together

ShortDef

procreate together

Debugging

Headword:
συντίκτω
Headword (normalized):
συντίκτω
Headword (normalized/stripped):
συντικτω
IDX:
85571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85572
Key:

Data

{'content': 'procreate together'}