Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
συντλάω
View word page
συντηρητικός
preservative

ShortDef

preservative

Debugging

Headword:
συντηρητικός
Headword (normalized):
συντηρητικός
Headword (normalized/stripped):
συντηρητικος
IDX:
85569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85570
Key:

Data

{'content': 'preservative'}