Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
συντιτρώσκω
View word page
συντηρητέον
one must preserve

ShortDef

one must preserve

Debugging

Headword:
συντηρητέον
Headword (normalized):
συντηρητέον
Headword (normalized/stripped):
συντηρητεον
IDX:
85568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85569
Key:

Data

{'content': 'one must preserve'}