Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
συντίμησις
συντιμωρέω
συντινάσσω
συντίνω
View word page
συντήρησις
preservation
ShortDef
preservation
Debugging
Headword:
συντήρησις
Headword (normalized):
συντήρησις
Headword (normalized/stripped):
συντηρησις
IDX:
85567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85568
Key:
Data
{'content': 'preservation'}