Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
συντιμάω
View word page
συντηκτικός
able to liquefy

ShortDef

able to liquefy

Debugging

Headword:
συντηκτικός
Headword (normalized):
συντηκτικός
Headword (normalized/stripped):
συντηκτικος
IDX:
85563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85564
Key:

Data

{'content': 'able to liquefy'}