Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
συντίλλω
View word page
σύντηγμα
waste product
ShortDef
waste product
Debugging
Headword:
σύντηγμα
Headword (normalized):
σύντηγμα
Headword (normalized/stripped):
συντηγμα
IDX:
85562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85563
Key:
Data
{'content': 'waste product'}