Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
συντίκτω
View word page
σύντεχνος
practising the same art

ShortDef

practising the same art

Debugging

Headword:
σύντεχνος
Headword (normalized):
σύντεχνος
Headword (normalized/stripped):
συντεχνος
IDX:
85561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85562
Key:

Data

{'content': 'practising the same art'}