Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
συντίθημι
View word page
συντεχνιτεύω
help to elaborate

ShortDef

help to elaborate

Debugging

Headword:
συντεχνιτεύω
Headword (normalized):
συντεχνιτεύω
Headword (normalized/stripped):
συντεχνιτευω
IDX:
85560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85561
Key:

Data

{'content': 'help to elaborate'}