Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
συντηρητικός
View word page
συντεχνία
guild
ShortDef
guild
Debugging
Headword:
συντεχνία
Headword (normalized):
συντεχνία
Headword (normalized/stripped):
συντεχνια
IDX:
85559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85560
Key:
Data
{'content': 'guild'}