Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
σύντηξις
συντηρέω
συντήρησις
συντηρητέον
View word page
συντεχνάομαι
assist in the art

ShortDef

assist in the art

Debugging

Headword:
συντεχνάομαι
Headword (normalized):
συντεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεχναομαι
IDX:
85558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85559
Key:

Data

{'content': 'assist in the art'}