Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
συντηκτικός
συντήκω
View word page
συντετμημένως
concisely
ShortDef
concisely
Debugging
Headword:
συντετμημένως
Headword (normalized):
συντετμημένως
Headword (normalized/stripped):
συντετμημενως
IDX:
85554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85555
Key:
Data
{'content': 'concisely'}