Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
σύντηγμα
View word page
συντετελεσμένως
completely

ShortDef

completely

Debugging

Headword:
συντετελεσμένως
Headword (normalized):
συντετελεσμένως
Headword (normalized/stripped):
συντετελεσμενως
IDX:
85552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85553
Key:

Data

{'content': 'completely'}