Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
σύντεχνος
View word page
συντεταμένως
earnestly, eagerly, vigorously
ShortDef
earnestly, eagerly, vigorously
Debugging
Headword:
συντεταμένως
Headword (normalized):
συντεταμένως
Headword (normalized/stripped):
συντεταμενως
IDX:
85551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85552
Key:
Data
{'content': 'earnestly, eagerly, vigorously'}