Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
συντεχνιτεύω
View word page
συντεταγμένως
in set terms
ShortDef
in set terms
Debugging
Headword:
συντεταγμένως
Headword (normalized):
συντεταγμένως
Headword (normalized/stripped):
συντεταγμενως
IDX:
85550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85551
Key:
Data
{'content': 'in set terms'}