Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
συντεχνάζω
συντεχνάομαι
συντεχνία
View word page
συντέρπομαι
join in feeling delight

ShortDef

join in feeling delight

Debugging

Headword:
συντέρπομαι
Headword (normalized):
συντέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
συντερπομαι
IDX:
85549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85550
Key:

Data

{'content': 'join in feeling delight'}